κατηγορητικός

κατηγορητικός
-ή, -ό (Α κατηγορητικός, -ή, -όν)
(νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή
αρχ.
(λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ
η λ. με την αρχ. σημ. είναι πιθ. μεταπλασμένος τ. τού κατηγορικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατηγορητικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορητικῶν — κατηγορητικός fem gen pl κατηγορητικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορητικῆς — κατηγορητικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”